χρυσόκερως

χρυσόκερως
-ων, Α
1. (ως προσωνυμία τού Πανός και τής Σελήνης) αυτός που έχει χρυσά κέρατα
2. αυτός που έχει επιχρυσωμένα κέρατα («ταύρους χρυσόκερως παρασκευασάμενος καὶ θυμιαμάτων... πλῆθος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινό-κερως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόκερως — χρῡσόκερω̆ς , χρυσόκερως with horns of gold adverbial χρῡσόκερω̆ς , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom pl χρῡσόκερω̆ς , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκέρως — χρῡσοκέρως , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόκερων — χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut gen pl χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc sg χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόκερω — χρῡσόκερω̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρῡσόκερω̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκέρωτα — χρῡσοκέρωτα , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκέρωτας — χρῡσοκέρωτας , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκέρῳ — χρῡσοκέρῳ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόκερῳ — χρῡσόκερῳ̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”